- σβερκιά
- η(λ. αλβαν.), χτύπημα στο σβέρκο: Του έδωσε μια σβερκιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σβερκιά — η, Ν [σβέρκος] χτύπημα στον αυχένα με την παλάμη … Dictionary of Greek
γιακάς — ο 1. περιλαίμιο εξωτερικών ανδρικών ή γυναικείων ενδυμάτων, όπως τού φορέματος, τού πουκάμισου, κλπ. 2. το χτύπημα τού αυχένα με την παλάμη, σβερκιά, κατραπακιά 3. φρ. α) «τρώει γιακάδες» τόν καρπαζώνουν, τόν εξευτελίζουν β) «τού τίναξα τον… … Dictionary of Greek
καταυχένισμα — το χτύπημα που καταφέρεται στον αυχένα με την παλάμη, σβερκιά, καρπαζιά, κατραπακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αυχένισμα (< αὐχενίζω «σπάζω τον αυχένα»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.] … Dictionary of Greek
σκαστός — ή, ό, Ν (για πράγμ.) αυτός που σκάζει ή γίνεται με κρότο, ηχηρός (α. «σκαστή σβερκιά» β. «σκαστό φιλί») 2. (για πρόσ.) α) αυτός που φεύγει κρυφά β) αυτός που απουσιάζει αυθαίρετα ή αδικαιολόγητα 3. (για χρήματα) αυτός που πληρώνεται όλος μαζί,… … Dictionary of Greek
καρπαζιά — η κατραπακιά, κατακεφαλιά, σβερκιά, γενικά χτύπημα με την παλάμη: Παλιότερα οι δάσκαλοι έδιναν καρπαζιές στους μαθητές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάπα — η (από τον ήχο φαπ), χτύπημα με την παλάμη στο σβέρκο ή το κεφάλι, καρπαζιά, σβερκιά, χαστούκι, σφαλιάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)